-
1 потеря
-и θ.1. απώλεια, χάσιμο•потеря зрения απώλεια της όρασης•
потеря крови απώλεια αίματος•
потеря времени απώλεια χρόνου•
потеря сознания λιποθυμία•
потеря памяти απώλεια μνήμης•
безвозвратная потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•
нести -и υφίσταμαι απώλειες.
2. πράγμα χαμένο.(στρατ.) πλθ. -и οι απώλειες•большие -и убитыми μεγάλες απώλειες σε νεκρούς.
-
2 утрата
-ы θ.απώλεια, χάσιμο•утрата докумен- тов απώλεια εγγράφων•
утрата трудоспособности απώλεια της εργατικής ικανότητας•
смерть учного утрата большая утрата ο θάνατος του επιστήμονα είναι μεγάλη απώλεια•
понести -у υφίσταμαι απώλεια•
тяжлая утрата βαριά απώλεια.
-
3 гибель
η καταστροφ/ή, η απώλεια, (смерть) ο θάνατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гибель
-
4 разгерметизация
1. (выход из строя уплотнений) η απώλεια της στεγανότητας 2. (результат выхода из строя герметизирующих устройств) η απώλεια πίεσηςη ελάττωση συμπίεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгерметизация
-
5 утрата
1. (потеря, лишение чего-л.) η απώλεια, το χάσιμο 2. (ущерб, урон) η ζημιά, η απώλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утрата
-
6 потеря
потеря ж το χάσιμο, η απώλεια· \потеря времени τοχασομέρι* * *жτο χάσιμο, η απώλειαпоте́ря вре́мени — το χασομέρι
-
7 пропажа
пропажа ж 1) η απώλεια, το χάσιμο 2) разг. (вещь ) το χαμένο πράμα* * *ж1) η απώλεια, το χάσιμο2) разг. ( вещь) το χαμένο πράμα -
8 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες. -
9 трата
трат||аж τό ξόδεμα, ἡ δαπάνη, τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια:\трата времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χασομέρι. -
10 утрата
утрат||аж ἡ ἀπώλεια, τό χάσιμο/ ἡ στέρηση [-ις] (прав и т. п.):\утрата трудоспособности ἡ ἀπώλεια Ικανότητας γιά δουλειά· понести \утратау ὑφίσταμαι ἀπώ-λεια[ν]. -
11 гибель
-и θ.καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•
гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•
гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•
гибель надежи απώλεια των ελπίδων•
идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•
найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•
трагическая гибель τραγικός θάνατος•
обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).
(απλ.) πλήθος•народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•
гибель комаров στίφος κουνουπιών•
гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.
εκφρ.быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό. -
12 трата
-ы θ.1. δαπάνη, ξόδευμα• απώλεια, χάσιμο• κατανάλωση•трата денег ξόδευμα χρημάτων•
трата времени απώλεια χρόνου•
трата сил κατανάλωση δυνάμεων.
2. πλθ. -ы έξοδα, δαπάνες. -
13 диссипация
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диссипация
-
14 лишение
η στέρηση, η απώλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лишение
-
15 ослабление
1. (сигнала, колебаний, волн) η εξασθένιση 2. (кфт) η μείωση 3. (винта, гайки и т.п.) η χαλάρωση, το λασκάρισμα (ξεν.) 4. (вакуума) η απώλεια του κενού 5. (сварного шва) η διάβρωση της ραφής (συγκόλλησης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ослабление
-
16 пропадание
η απώλεια, το χάσιμο- сигнала (замирание) - του σήματος, το σβήσιμο ή η εξασθένιση του σήματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропадание
-
17 пропажа
1. (действие) η απώλεια, η εξαφάνιση, το χάσιμο 2 (потерянная вещь) το χαμένο αντικείμενο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропажа
-
18 разбаланс
η απώλεια ζυγοστάθμισηςη μη ζυγοστάθμισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбаланс
-
19 разнос
1. (разделение во времени, пространстве и т.п.) о διαχωρισμός, η απόσταση 2. (неуправляемый набор скорости) η απότομη αύξηση στροφώντο σκορτσά-ρισμαη απώλεια του ελέγχου της ταχύτητας. - двигателя - της μηχανής/του κινητήραη διαφυγή του κινητήρα3. (доставка) η μεταφορά και διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разнос
-
20 разупрочнение
η απώλεια αντοχής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разупрочнение
См. также в других словарях:
ἀπωλεία — ἀπωλείᾱ , ἀπώλεια destruction fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείᾳ — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώλεια — destruction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
απώλεια — η χάσιμο, ζημιά: Μεγάλη απώλεια για σας ο θάνατος του πατέρα σας· στον πληθ. απώλειες, οι το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων σε μια μάχη ή σ έναν πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπωλείας — ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem acc pl ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαι — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαις — ἀπώλεια destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείης — ἀπώλεια destruction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃ — ἀπώλεια destruction fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃσι — ἀπώλεια destruction fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)